υποσχεδιάζω

υποσχεδιάζω
Α [σχεδιάζω]
(για τον Θεό) ολοκληρώνω κάτι αυτόματα, χωρίς καμιά δυσκολία («κτίσιν ὑποσχεδιάσας», Κύριλλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”